ἀρτυσία

ἀρτυσία
ἀρτυσίᾱ , ἀρτυσία
art of seasoning
fem nom/voc/acc dual
ἀρτυσίᾱ , ἀρτυσία
art of seasoning
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αρτυσία — ἀρτυσία, η (Α) [αρτύω] η τέχνη του μαγείρου να κάνει πιο νόστιμα τα φαγητά προσθέτοντας αρτύματα, καρυκεύματα …   Dictionary of Greek

  • ἀρτυσίας — ἀρτυσίᾱς , ἀρτυσία art of seasoning fem acc pl ἀρτυσίᾱς , ἀρτυσία art of seasoning fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”